- φύκη
- Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά μήκος μερικές δεκάδες μέτρα, όπως τα είδη του γένους σάργασσο (sargassum) και του γένους μακροκύστις (macrocystis). Άλλα φ. έχουν μέσο μέγεθος ενός κοινού φύλλου και, τέλος, άλλα είναι λεπτότατα, νηματοειδή ή μικροσκοπικά, μονοκύτταρα, ικανά να κινούνται στο νερό με πολύ λεπτές βλεφαρίδες (φύκη μαστιγωτά, φυτομαστιγωτά ή φλαγελλόφυτα). Η συστηματική του φυτικού βασιλείου κατατάσσει τα φ. ανάλογα με την παρουσίαση της μιας ή της άλλης χρωστικής ουσίας ή ανάλογα με τη χαρακτηριστική διάπλασή τους. Διακρίνονται έτσι οι ακόλουθες ομάδες:
1. Σχιζοφύκη ή κυανοφύκη (cyanophyta, cyanophyceae, schizophyceae): μικροσκοπικά, κατά το πλείστον νηματοειδή ή ενωμένα σε αποικίες από σφαιροειδή ή επιμήκη κύτταρα, χρωματισμένα από μια γαλαζόχρωμη χρωστική ουσία. Ζουν ειδικά σε γλυκά νερά και στις υγρές πλευρές των σπηλαίων και πολλά συμβιούν με μύκητες. Πολλαπλασιάζονται γενικά, όπως και τα βακτήρια, με χωρισμό του κυττάρου.
2. Φ. μαστιγωτά, φυτομαστιγωτά ή φλαγελλοφύκη, τα οποία κατ’ άλλους υπάγονται στο άθροισμα των μοναδόφυτων και περιλαμβάνουν τις υποδιαιρέσεις που δημιουργήθηκαν πολύ πρόσφατα: ευγλενόφυτα (euglenophyta) και φιρρόφυτα (flrrophyta). Πρόκειται για μονοκύτταρα φ., όπως τα είδη του γένους εύγλενα (euglena), τα οποία ζουν στα γλυκά και θαλάσσια νερά. Είναι φ. χαρακτηριστικά του πλαγκτού: τα μεν έχουν χρωματοφόρους πράσινους, τα άλλα κίτρινους ή γκριζωπούς. Στα φιρρόφυτα υπάγονται τα δινοφύκη ή περιδίνια, τα οποία έχουν ένα περιβληματικό κέλυφος.
3. Φ. πυριτικά, διάτομα ή βακιλλαριόφυτα (bacillarriophyta, diatomeae), που κατ’ άλλους υπάγονται στα φαιοφύκη. Μονοκύτταρα, μικροσκοπικά, περιέχουν χρωματοφόρους κίτρινους ή καστανόμαυρους, χαρακτηρίζονται όμως από το θωράκιο (πυριτικό περίβλημα) που αποτελείται από δύο βαλβίδες (επιβαλβίδα και υποβαλβίδα), οι οποίες εφαρμόζουν μεταξύ τους, όπως η βάση και το κάλυμμα ενός μικροσκοπικού κουτιού. Τα διάτομα είναι κατεξοχήν φυτοπλαγκτονικά, είτε των γλυκών είτε των θαλάσσιων νερών. Τα πυριτικά τους κέλυφη (θωράκια) έχουν διάφορες μορφές: δισκοειδή, ελλειψοειδή, επιμήκη, με μορφή πλοιαρίου η γραμμοειδή και φέρουν συμμετρικά λεπτοφυείς γλυφές.
4. Φ. κίτρινα ή χρυσόφυτα (chrisophyta): περιλαμβάνουν τα καντοφύκη ή ετερόκοντα (κατ’ άλλους υπαγόμενα στα μοναδόφυτα), δηλαδή κίτρινα φ., με τη στενή έννοια, και τα χρυσοφύκη. Τα τελευταία είναι μονοκύτταρα, μαστιγωτά, και έχουν χρωματοφόρους κιτρινο-κοκκινωπούς ή καστανομαυρό-ξανθους. Τα ξανθοφύκη είναι συχνά νηματοειδή και συνήθως έχουν χρώμα κιτρινο-πρασινωπό.
5. Φ. πράσινα ή χλωροφύκη (chlorophyta, chlorophyceae): περιλαμβάνουν έναν πολύ μεγάλο αριθμό θαλάσσιων ειδών, κυρίως όμως των γλυκών νερών, που είναι είτε μικροσκοπικά και μονοκύτταρα, όπως π.χ. τα βολβοκώδη, είτε νηματοειδή, όπως οι σπειρογύγες (γένος spirogyra), οι οποίες ανήκουν σε ειδική ομάδα που ονομάζεται συζυγή ή συζυγόφυτα, εξαιτίας του ειδικού τρόπου της σύζευξής τους: πρόκειται για μορφές πιο εξελιγμένες, με όψη πολύ διαφορετική από είδος σε είδος. Εκτός από αυτά που αναφέρθηκαν, η σύγχρονη συστηματική διακρίνει τις ακόλουθες ομάδες πράσινων φυτών: χλωροκοκκώδη: μονοκύτταρα, που ζουν μεμονωμένα ή κατά αποικίες, ακίνητα κατά τη διάρκεια των βλαστικών σταδίων· ουλοτριχώδη: νηματοειδή ή ελασματοειδή, με κύτταρα που έχουν έναν μόνο πυρήνα, ενδογωνιώδη: νηματοειδή, με κινητά ζωοσπόρια, λοξώς βλεφαριδωτά, σιφωνοκλαδώδη: πολυκύτταρα, με πολυπύρηνα κύτταρα, σιφωνώδη: αποτελούνται από ένα μόνο κύτταρο πολύ μεγάλο (μήκους ακόμα και 20-25 εκ.) που περιέχει μερικούς πυρήνες. Από τα χλωροφύκη κοινότατο είδος στις παράκτιες θάλασσες όλης της Ελλάδας είναι η ούλβα η πλατυτάτη (λάπατο ή φύλλο), που μοιάζει με μαρούλι (μαρούλι της θάλασσας) και σχηματίζει τους πράσινους, φυλλώδεις λειμώνες στους υποθαλάσσιους σκοπέλους. Όπως και τα κυανοφύκη, έτσι πολλά μικροσκοπικά χλωροφύκη συμβιούν με μύκητες (λειχήνες).
6. Φ. φαιόχροα ή φαιοφύκη ή φαιόφυτα (phaeophyta, phaeophyceae)· είναι όλα μεγάλα και μερικά είδη αποκτούν σημαντικές διαστάσεις· είναι μερικά θαλάσσια, ελασματοειδή, ή θαμνόφυτα, με χρώμα ελαιώδες ή φαιόχρουν. Στην ομάδα αυτή υπάγονται τα αξιολογότερα και μεγαλύτερα θαλάσσια φ.: τα είδη του γένους φύκος (fucus, οικογένεια Fucaceae), όπως το φύκος το κυστώδες με θαλλό βλαστόμορφο, ταινιοειδές που διακλαδίζεται διχοτομικά, και φέρει κύστεις γεμάτες αέρα· τα είδη του γένους σάργασσο, τα πολύ γνωστά μεγάλα φ., που συγκροτούν πραγματικά υποβρύχια δάση, από τα οποία το γνωστότερο είδος (σάργασσον το ραγοφόρο) είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη λεγόμενη Σαργασσοθάλασσα, στον Ατλαντικό, μεταξύ των Αζορών και της Αμερικής. Ένα άλλο φαιοφύκος πολύ κοινό στις βραχώδεις ελληνικές ακτές, είναι η πανίδα η ταώνεια, που σχηματίζει ωραίες αποικίες με τους θαλλούς της, οι οποίοι έχουν μορφή βεντάλιας και χρώμα ανοικτό ωχρώδες, με συγκεντρικές ζώνες.
7. Φ. ρόδινα ή ροδοφύκη ή ροδόφυτα (rhodophyta, rhodophyceae): πρόκειται για τα ωραιότερα φ. από όσα στολίζουν τους υποθαλάσσιους σκοπέλους. Έχουν παράξενες και κομψές μορφές: παλαμοειδή ή φυλλοειδή, κομψά χαραγμένα ή λοβώδη, μερικές φορές φτερωτά, και με χρώμα κόκκινο-πορφυρούν ή έντονα ρόδινο ή ωχρό. Αναφέρουμε το χαρακτηριστικό ροδοφύκος κοραλλίνα η φαρμακευτική, μικρό, που έχει αποσβεστωθεί, εύθραυστο φύκι των ελληνικών θαλασσών και γενικά της Μεσογείου, το οποίο σχηματίζει μικροσκοπικές λευκορόδινες τούφες, ριζωμένες στους σκοπέλους· άλλοτε χρησιμοποιούνταν στην ιατρική ως ανθελμινθικό.
Μια άλλη ομάδα, φ., τα χαρώδη ή χαρόφυτα (charophyta, characeae), η οποία πρόσφατα κατατάχθηκε στα χλωρόφυτα, δεδομένου ότι πρόκειται για πράσινα φ., χαρακτηρίζεται από μορφές με εξελιγμένη διάπλαση, οι οποίες πλησιάζουν, από μια άποψη, προς τους αρχεγονιάτες.
Η χρησιμοποίηση των φ., πήρε, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αι., αξιόλογη ανάπτυξη. Πολλά είδη χρησιμοποιούνται ως εδώδιμο υλικό από πολλούς παράκτιους πληθυσμούς, ιδιαίτερα της Ασίας. Ειδικά φ. (κατά το πλείστον φαιοφύκη), που ρίχνονται σε τεράστιες ποσότητες από τα κύματα στις ακτές του Ατλαντικού και της Βαλτικής, σχηματίζουν το vareck, υλικό το οποίο, αφού γίνει στάχτη, χρησιμοποιείται στη βιομηχανική παραγωγή καλλιούχων λιπασμάτων, ιωδίου, βρωμίου και άλλων χρήσιμων ουσιών.
Από μερικά ρόδινα φ., ιδιαίτερα από το είδος χόνδρος ο ούλος, παρασκευάζουν το carra-gaheen και το αγάρ-αγάρ, ύλες κατάλληλες για την παρασκευή της ζελατίνης, που χρησιμοποιούνται επίσης στις βιομηχανίες τροφίμων για τη σταθεροποίηση κρεμών και μαρμελάδων. Το αγάρ-αγάρ χρησιμοποιείται ως υπόθεμα για την καλλιέργεια βακτηρίων και κατώτερων μυκήτων. Το μέλλον των φ. στη διατροφή της ανθρωπότητας μπορεί να έχει πολύ μεγάλη σημασία, αφού τα φυτά αυτά, πλούσια σε χλωροφύλλη, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες, μπορούν να συλλεχθούν σε τεράστιες ποσότητες, και ορισμένα είδη, κυρίως μεταξύ των κυανοφυκών και χλωροφυκών, μπορούν εύκολα να καλλιεργηθούν.
φ. απολιθωμένα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πρώτοι αντιπρόσωποι του γνωστού φυτικού κόσμου υπήρξαν τα κυανοφύκη, που εμφανίστηκαν στην επιφάνεια της Γης κατά την προκάμβριο περίοδο (γένη newlandia, camasia), δηλαδή περίπου πριν από ένα δισεκατομμύριο χρόνια. Τα φ. έχοντας, γενικά, ιστούς που αποσβεστώθηκαν ή πυριτικά κελύφη, προσφέρονται για απολίθωση. Είχαν μεγάλη σημασία οι κατασκευαστές αυτοί των τεράστιων γεωλογικών κοιτασμάτων, θαλάσσιων (τριπολίτιδα γη ή γη διατόμων, ασβεστολιθικοί παράκτιοι σχηματισμοί κλπ.) ή ηπειρωτικών (άλευρον απολιθωμάτων), καθώς η τριπολίτιδα γη και το άλευρον απολιθωμάτων χρησιμοποιούνται είτε ως μονωτικά της θέρμανσης είτε για τη στίλβωση επιφανειών και μεταλλικών αντικειμένων.
Στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα τα φ. είχαν σημαντική παρουσία, τόσο στη θάλασσα όσο και στα γλυκά νερά. Όπως τα ασβεστολιθικά αποθέματα κυανοφυκών της αρχαϊκής περιόδου, έτσι και οι πολυάριθμοι παλαιοζωικοί ασβεστολιθικοί σχηματισμοί σχηματίστηκαν από τα φ. Στα τέλη του αιώνα σχηματίσθηκαν οι bogheads, ειδικά κάρβουνα που προήλθαν από τη συσσώρευση ζελατινωδών φ. Στις δευτερεύουσες θάλασσες αφθονούσαν τα απασβεστωμένα φ. της οικογένειας των σιφωνιδών και αυτής των κοδιιδών (ασβεστολιθικά αποθέματα διπλοπόρας και γυροπορέλλας του τριαδικού). Κατά το αλπικό τριτογενές ήταν διαδεδομένα τα ασβεστολιθικά φ. νουλλιπόρα και λιθοθάμνιο.
Sphaerocodium Kokeni: απολιθωμένα φύκη.
Diplopora annulata: απολιθωμένα φύκη.
Ευγλένες, βλεφαριδωτά φύκη, κοινά στα στάσιμα νερά και στα χιόνια.
Γλοιότριχο το εχινοειδές, κοανοφύκος.
Ένα απολιθωμένο φύκι των θερμών θαλασσών: το λιθόφυλλο το στρεπτό.
Κόδιο το εριώδες, χλωροφύκος με βλαστό πολύκλαδο.
Πεδίνα η ταώνεια, φαιοφύκος των υποβρύχιων σκοπέλων
Γρακιλλαρία, κόκκινο φύκι με κοραλλοειδή μορφή.
Θαλλοί διάτομων, μονοκύτταρων φυκιών με πυριτικό κέλυφος.
* * *ἡ, Αφύκης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.